Διάλογος

Μπορείτε να στείλετε άρθρα και κείμενα συμβολής στο διάλογο στην ηλεκτρονική διεύθυνση narnet@narnet.gr
----------------------------------------------------------------

κείμενο 7. Τοποθέτηση-συμβολή στο Πανελλαδικό Σώμα

Στο πλαίσιο της θετικής συμβολής στην εισήγηση που ψηφίζω αλλά και στο πνεύμα μιας απαίτησης που έχουμε όλοι να κατατεθεί χθες κιόλας μια ζωγραφιά η μια μικρή αφήγηση της στρατηγικής μας, της κομμουνιστικής απελευθέρωσης θα ήθελα, στο πλαίσιο του διαθέσιμου χρόνου, να ακουστούν έστω συμπυκνωμένα, τα παρακάτω:
Η κομμουνιστική απελευθέρωση δεν είναι μόνο μια οικονομική αναδιοργάνωση αλλά ένα συνολικά διαφορετικό «σύστημα» ζωής και πολιτισμού. Αν όπως έγραφε ο Μαρξ «το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει έξω από το πεδίο της οικονομίας», τότε η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της εκμετάλλευσης δεν είναι μόνο μια διαδικασία απαλλαγής της εργασίας από την εξουσία του κεφαλαίου αλλά και βαθύτατου ριζικού μετασχηματισμού της ίδιας της εργασίας. Το βασικό περιεχόμενο αυτού του ιστορικού μετασχηματισμού είναι το πέρασμα από την καταναγκαστική εργασία για την επιβίωση, στην εργασία ως ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα αυτοανάπτυξης του ανθρώπου ως καθολικής προσωπικότητας.
Το κομμουνιστικό απελευθερωτικό πρόγραμμα αποτυπώνει την πραγματική κίνηση που μπορεί από σήμερα να καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, τον συνολικό ορίζοντα της εργατικής χειραφέτησης και της κοινωνικής απελευθέρωσης με βάση τις αντιθέσεις, τα προβλήματα και τις δυνατότητες της εποχής μας. Δεν είναι ένα «εικόνισμα» για τα γραφεία ούτε μια «κοινωνική προφητεία». Αποτελεί μαχόμενο επαναστατικό πρόγραμμα που ως λογική, αιτήματα και μορφές επιδιώκουμε να καθορίζει και να εμπνέει τη γραμμή, την τακτική και την καθημερινή παρέμβασή μας, στους αγώνες, στα μέτωπα πάλης και στη συνολική πολιτική πάλη.
Για την επαναστατική αριστερά και από τη σκοπιά αυτή, κρίσιμο άμεσο ζητούμενο είναι, να συμβάλει στην ανάπτυξη κινήματος με στόχο την ήττα της υπεραντιδραστικής και τρομοκρατικής επίθεσης της αστικής τάξης και του συνασπισμού εξουσίας της , της σύγχρονης ιερής συμμαχίας των εγχώριων και ξένων τμημάτων της υπό την ηγεμονία των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Ευρώπης, των γιγάντιων Πολυκλαδικων Πολυεθνικών Μονοπωλίων και Ομίλων και της ΕΕ για την βίαιη ανασυγκρότηση του συστήματος τους στη βάση όλων εκείνων των γνωρισμάτων που έχουμε περιγράψει ως ολοκληρωτικό καπιταλισμό προκειμένου να ξεπεράσουν την ιστορικών διαστάσεων κρίση τους. Να δημιουργούνται, έτσι, και να πληθαίνουν οι προϋποθέσεις για το προχώρημα στη νέα ιστορική περίοδο, της οποίας μόλις έχουμε κτυπήσει την πόρτα, την περίοδο κατάλυσης της καθολικής αστικής ηγεμονίας και των τάσεων ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης. Με την σειρά της η κατάλυση αυτής της ηγεμονίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να διεκδικηθεί από την τάση χειραφέτησης το πολιτικό προβάδισμα μέσα στην εργατική τάξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πέρασμα της μιας ηγεμονίας στην άλλη πραγματοποιείται ευθύγραμμα και μηχανικά. Χρειάζεται να μεσολαβήσει τόσο μια ανώτερη συγκρότηση των δυνάμεων της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης όσο και ένα άλμα, ένα ποιοτικά ανώτερο προγραμματικό πλαίσιο και μια νέα ανώτερη μετωπική μορφή προώθησης αυτού του πλαισίου που να μπορεί να πραγματοποιήσει αυτό το καθήκον. Αυτό το άλμα, αυτή τη μορφή εκπροσωπεί η συγκρότηση ενός ισχυρού, μαζικού, αυτοτελούς πανεργατικού εθνικού και διεθνούς επαναστατικού ρεύματος με το αντίστοιχο Μέτωπό του και τα όργανα του.
Το πλαίσιο στοχεύσεων ενός τέτοιου Μετώπου( στη διατύπωση του οποίου έχει παίξει καθοριστικό ρόλο ο σ. Κώστας που πια δεν βρίσκεται ανάμεσα μας) για την επαναστατική κατάργηση της αστικής κυριαρχίας και την μεταβατική κοινωνία προς τον κομμουνισμό(στην οποία κοινωνία να μη ξεχνάμε ότι θα κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις έστω και αν έχει μεσολαβήσει η αντικαπιταλιστική επανάσταση) θα αναφέρεται στα παρακάτω 7 βασικά πεδία της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής:

1)Στα ζητήματα της πολιτικής και του κράτους, στο πεδίο των σχέσεων κόμματος με την ευρεία έννοια- μετωπικών οργάνων της Εργατικής Πολιτικής και πρωτοπορίας – τάξης θεμελιακές στοχεύσεις είναι: Η κατάληψη της εξουσίας, το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής, η αξιοποίηση του νέου επαναστατικού προλεταριακού κράτους για τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε κυρίαρχη κοινωνικοοικονομικά τάξη με την πλήρη έννοια, για την ενότητα της πολιτικής με την οικονομία σε νέα ανώτερη βάση. Η εγκαθίδρυση της εργατικής δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Η κατάργηση όλων των ένοπλων οργάνων του αστικού κράτους και αντικατάσταση τους με το μαζικό εξοπλισμό της εργατικής τάξης, με τη συγκρότηση του "ένοπλου λαού". Η κατάκτηση από τα αμεσοδημοκρατικά όργανα των εργαζομένων, που θα είναι τα εργατικά συμβούλια(δεν είναι συνδικαλιστικά όργανα όπως λαθεμένα νομίζουν πολλοί) στους τόπους δουλειάς και οι εργατικές κοινότητες στους τόπους κατοικίας( εντελώς πρωτόλειο δείγμα μιας τέτοιας κοινότητας τείνει υπό προϋποθέσεις να γίνει η εργατική Λέσχη στη Ν. Σμύρνη), όλων των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων και εξουσιών στα καθοριστικά ζητήματα που έχουν σχέση με την οργάνωση, τη διεύθυνση, τον προσανατολισμό και τον επαναστατικό μετασχηματισμό της παραγωγής, της ανταλλαγής, της διανομής, της κατανάλωσης, της κατοικίας, της επικοινωνίας, της συγκρότησης των πόλεων, του χώρου, της φύσης και του περιβάλλοντος. Η άσκηση από αυτά τα όργανα της εργατικής, λαϊκής κυριαρχίας συνενώνοντας στις αρμοδιότητές τους όλες τις νομοθετικές, εκτελεστικές, δικαστικές εξουσίες. Η καθιέρωση της “αιρετότητας”, της “ανακλητότητας”, του “εργαζόμενου χαρακτήρα”, της “μισθοδοσίας με χαμηλό εργατικό μισθό” και της “υποχρεωτικής εναλλακτικότητας” των εργατικών αντιπροσωπευτικών σωμάτων σε συνδυασμό με μια σειρά επαναστατικά κατοχυρωμένους θεσμούς και μέτρα νέου τύπου. Η υπέρβαση του "κοινοβουλευτισμού" και των αντιπροσωπευτικών αποξενωτικών αστικών θεσμών που τείνουν να αναπαράγονται με τους παλιούς ή με νέους τρόπους. Η αδιάλλακτη στάση απέναντι σε κάθε περίπτωση δίωξης οποιουδήποτε μέλους του εργατικού συμβουλίου η της "εργατικής κοινότητας" απ΄ τις εργατικές και τις καταπιεζόμενες τάξεις για λόγους που έχουν σχέση με την άσκηση του δικαιώματός του να είναι εξοπλισμένος, να συμμετέχει όπως αυτός κρίνει στην ελευθερία του Τύπου, σε συγκεντρώσεις, σε κάθε είδους οργανώσεις και κόμματα, στην πολιτιστική και κοινωνική δράση. Κάθε μέλος του εργατικού συμβουλίου η της "εργατικής κοινότητας" έχει το δικαίωμα της κριτικής και της σφοδρής πολεμικής απέναντι στην εργατική εξουσία, απέναντι στα άμεσα και τα αντιπροσωπευτικά όργανά της, ιδιαίτερα αν βρίσκεται στη μειοψηφία, ακόμα και να είναι ενάντια στην επανάσταση, με την προϋπόθεση ότι δεν εκπροσωπεί ένοπλη απειλή απέναντί της. Πλήρη αρμοδιότητα, σε κάθε περίπτωση να κρίνει κάθε μέλος της "εργατικής κοινότητας" έχει το μαζικό επαναστατικό όργανο, η συνέλευση των εργατών του χώρου του. Όλη η εξουσία στους τόπους δουλειάς ανήκει στους άμεσους παραγωγούς, για την οργάνωση, τη διεύθυνση, τον προσανατολισμό της παραγωγής, της εργασιακής διαδικασίας.
 (Από την σκοπιά των παραπάνω θεμελιακών στοχευσεων κι άλλων που θα αναμφίβολα θα προστεθούν από σ. χρειάζεται να βλέπουμε και την πάλη που γίνεται σήμερα για τα λαϊκά πολιτικά δικαιώματα κι ελευθερίες ενάντια στον βάναυσο απολυταρχισμό του συστήματος, την κάθε είδους βία του)

2) Στα ζητήματα της απελευθέρωσης του χρόνου εργασίας και της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων θεμελιακές στοχεύσεις είναι: Μια ριζική αλλαγή της οικονομικής και κοινωνικής σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ως προς το ζήτημα των αμοιβών και του ελεύθερου χρόνου. H ανάγκη και η δυνατότητα κατάκτησης του ελεύθερου χρόνου και μετατροπής του σε βασικό μέτρο του κοινωνικού πλούτου. H ολοκληρωτική κατάργηση του συστήματος της «απλήρωτης δουλειάς», του συστήματος της αξίας και της υπεραξίας. H κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας. Το δικαίωμα της δημιουργικής ελεύθερης δουλειάς για όλους. Ο συνεχής επαναστατικός μετασχηματισμός της εργασίας, ως την πλήρη κατάργηση κάθε εκμετάλλευσης. H επιβολή για κάθε βδομάδα: 20 ώρες δουλειά-20 ώρες εκπαιδευτική-επιστημονική κατάρτιση, χειραφέτηση και ανάπτυξη-35 ώρες κοινωνική πολιτική πολιτιστική δημόσια δραστηριότητα-35 ώρες «για ζωή, δημιουργία και όνειρο»

3) Στα ζητήματα της αλλαγής των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης θεμελιακές στοχεύσεις είναι: Ο συνεχής επαναστατικός μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων, ως την πλήρη χειραφέτηση του κοινωνικού ατόμου από τα δεσμά της υλικής παραγωγής. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, του συστήματος μισθωτής δουλείας. Η κατάργηση της διάσπασης ανάμεσα στον ατομικό και κοινωνικό χρόνο εργασίας. Η κατάργηση του ανθρώπου «εμπόρευμα». Η πλήρης κατάργηση των τάξεων. Η συνολική ενοποίηση του χρόνου εργασίας, εκπαίδευσης, κοινωνικής δραστηριότητας, πολιτισμού και αυτοανάπτυξης.

4) Στα ζητήματα της απαλλαγής των παραγωγικών δυνάμεων από τα δεσμά της αλλοτριωμένης εργασίας και της καπιταλιστικής ηγεμονίας (παίρνοντας υπόψη ότι για το ζήτημα των παραγωγικών δυνάμεων το πρόβλημα δεν είναι μόνο πώς θα αλλάξει ο κτήτορας αλλά και πώς θα αλλάξει το κτήμα) θεμελιακές στοχεύσεις είναι: Η ολοκληρωτική υπαγωγή των παραγωγικών δυνάμεων και των μέσων παραγωγής στις ανάγκες του συνεχούς εμπλουτισμού της κάθε κοινωνικής προσωπικότητας. Η πλήρης κοινωνικοποίηση όλων των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας και της επιστήμης. Η απαλλοτρίωση των βασικών μέσων και δυνάμεων παραγωγής σε βάρος του κεφαλαίου και η ένταξή τους σ' ένα νέο εθελοντικό παγκοινωνικό πανεθνικό σχεδιασμό. Η συνεχής επαναστατική ανάπτυξη των δυνάμεων της υλικής παραγωγής και αναπαραγωγής, του πλούτου της κοινωνίας, με βάση το ριζικό μετασχηματισμό των αναγκών της χειραφετημένης εργασίας και στο πλαίσιο μιας συνολικής, συνεχούς επαναστατικής μεταβολής στην ιδιοκτησία, τη δομή και τον προσανατολισμό όλων των παραγωγικών δυνάμεων. Η κατάργηση του ανταγωνισμού, της αγοράς, του χρήματος και του εμπορίου και η αντικατάστασή τους από την αυξανόμενη και ποιοτικά διαφοροποιημένη άμεση κοινωνική διανομή και κατανάλωση. Η σχεδιασμένη πλήρης απασχόληση, με βάση τις προτιμήσεις και τις δεξιότητες των εργαζομένων και των νέων. Διεκδικούμε από τον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του και την ικανότητά του για εργασία, και δίνουμε στον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητες του κοινωνικού πλούτου και τη προσωπική συμβολή στην δημιουργία του.

5) Στα ζητήματα της υπέρβασης του αντιδραστικού καταμερισμού της εργασίας και της διαιώνισης των διακρίσεων στην παραγωγή, στη γνώση και στις δημόσιες υποθέσεις θεμελιακές στοχεύσεις είναι: Η πλήρης χειραφέτηση της επιστήμης, της θεωρίας και της γνώσης απ' τον εξευτελισμό της ατομικής ιδιοκτησίας. Η αναγόρευση της ελεύθερης, επιστημονικής, θεωρητικής, πολιτιστικής έρευνας, αναζήτησης και δημιουργίας για όλους ως βασικό περιεχόμενο της εργασίας του κοινωνικού ανθρώπου. Η αναγόρευση ως βάσης της κοινωνικής παιδείας της ενότητας της εκπαιδευτικής, πολιτιστικής, κοινωνικής, παραγωγικής αυτομόρφωσης και ανάπτυξης του κάθε κοινωνικού ανθρώπου με βάση τις συνολικές γνώσεις της κοινωνίας, τα ιδιαίτερα και εναλλασσόμενα ενδιαφέροντά του και την πολλαπλά διαφοροποιούμενη πρωτοποριακή πρακτική του. Η νέα ενότητα διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας που θα απελευθερώνει και «θα αναπτύσσει τις καθολικές ικανότητες του ανθρώπινου μυαλού και τις δυνατότητες για κατανόηση της φύσης» (Κ. Μαρξ).Η κατάργηση του ταξικού καταμερισμού της εργασίας, της γνώσης και της δημόσιας κοινωνικής ζωής, ως τον πυρήνα της κατάργησης των τάξεων. Η ανώτερη ενότητα ανάμεσα στην πόλη και το «χωριό», στο πλαίσιο της κατάργησης των ταξικών διαιρέσεων και της συγκρότησης μιας νέας σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Η κατάργηση κάθε διάκρισης ανάμεσα σε διευθυντές και διευθυνόμενους, στους καθοδηγητές και εκτελεστές, στους εκπροσώπους και εκπροσωπούμενους. Διεκδικούμε στην παραγωγή τη μετατροπή των ειδικών, των διευθυντών και των ελεγκτών σε αιρετούς, ανακλητούς, ελεγχόμενους και εργαζόμενους υπαλλήλους των γενικών συνελεύσεων και των πολιτικών-κοινωνικών οργάνων των άμεσων παραγωγών. Συνεχής πάλη για την κατάργηση των ταξικών φραγμών σε κάθε επίπεδο εκπαίδευσης¬, ενημέρωσης-πληροφόρησης, πολιτιστικής, καλλιτεχνικής, κοινωνικής, πολιτικής δραστηριότητας.

6) Στα ζητήματα των σχέσεων ανάμεσα στους λαούς και τους εργαζόμενους όλου του κόσμου θεμελιακές στοχεύσεις είναι: Η απελευθέρωση των διεθνών σχέσεων από την κυριαρχία του κεφαλαίου, η ανατροπή της δικτατορίας των πολυεθνικών, η διάλυση των κεφαλαιοκρατικών και ιμπεριαλιστικών οικονομικών, πολιτικών, στρατιωτικών οργανισμών και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων. Η υπέρβαση των εθνικιστικών διαχωρισμών, η κατάργηση των συνόρων, η ελεύθερη μετακίνηση και εγκατάσταση όλων οπουδήποτε, η απολαβή ίσων δικαιωμάτων για όλους. Η κατάργηση κάθε εθνικής και φυλετικής διάκρισης, ο σεβασμός των δικαιωμάτων του πολιτιστικού και πολιτικού αυτοπροσδιορισμού των λαών. Η υπαγωγή των διεθνών σχέσεων στις ανάγκες και τα δικαιώματα των εργαζομένων, η κατάργηση των στρατών, κάθε πολεμικής μηχανής και της χρήσης βίας. Γενικότερα ο συνεχής επαναστατικός μετασχηματισμός των διεθνών σχέσεων, ο έλεγχός τους από τις συνεργαζόμενες εργατικές δημοκρατίες και τα διεθνή συντονιζόμενα μαζικά όργανα των εργαζομένων, στη βάση της χειραφέτησης της εργασίας, της επαναστατικής αλληλεγγύης και της κοινωνικής απελευθέρωσης.

7) Στα ζητήματα των σχέσεων της κοινωνίας με τη φύση θεμελιακές στοχεύσεις είναι: Η πλήρης χειραφέτηση και η συνεχής αυτοανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου, η ολοκληρωτική κυριαρχία των νέων αξιών του απέναντι στην παραγωγή ως το βασικό μέτρο επανένωσής του με τους φυσικούς όρους της ύπαρξής του και ως γενικό μέτρο της απελευθέρωσης της αντίθεσης «φύσης-κοινωνίας» από τα δεσμά της αλλοτρίωσης, της καθυστέρησης και της καταστροφής. Αυτά σημαίνουν, πρώτα απ' όλα, ότι διεκδικούμε μια εκ βάθρων μεταβολή του συσχετισμού ανάμεσα στην καπιταλιστική «οικολογική» πολιτική διαχείρισης και καταστροφής των φυσικών πόρων, του χώρου και του περιβάλλοντος και τη μαχόμενη εργατική πολιτική της ποιοτικής αναβάθμισης της αξίας του εργαζόμενου ανθρώπου, του φυσικού και δομημένου χώρου του.
Διεκδικούμε επίσης: Τον κυρίαρχο ρόλο των εργατικών συμβουλίων & κοινοτήτων στα ζητήματα της κατεύθυνσης και χρήσης της επιστήμης και της τεχνικής, σ' όλα τα ζητήματα αναβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και των χώρων αναπαραγωγής της ζωής και της εργασίας. Τον απελευθερωτικό μετασχηματισμό της σχέσης ανάμεσα στο φυσικό και κοινωνικό κόσμο, το βιολογικό και κοινωνικό περιβάλλον, ανάμεσα στην πόλη και το χωριό. Τη ριζική αναβάθμιση, ανάπτυξη και επανιεράρχηση της αγροτικής οικονομίας. Την ποιοτική αναβάθμιση και καθολική ανάπτυξη των άμεσων παραγωγών στη γη, σ' όλα τα πεδία του φυσικού περιβάλλοντος και σ' όλους τους τομείς διατροφής. Τον άμεσο δραστικό περιορισμό, ως την πλήρη κατάργηση, της κυριαρχίας του κεφαλαίου στους τομείς της αγροτικής οικονομίας, της παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων της γης και των φυσικών πόρων. Την κατάργηση της βιομηχανίας καταστροφής του ανθρώπου και της φύσης, της πολεμικής πυρηνικής βιομηχανίας, κλάδων της βιοτεχνολογίας (τα ανθυγιεινά μεταλλαγμένα προϊόντα) και της βιομηχανίας των ναρκωτικών κάθε είδους. Τον πλήρη έλεγχο της ενεργειακής, χημικής και βιoτεχvoλoγικής βιομηχανίας και έρευνας απ' τα κυρίαρχα όργανα της εργατικής πολιτικής και τον δραστικό επαναπροσανατολισμό της ενεργειακής βιομηχανίας σε κατεύθυνση φιλική για το περιβάλλον.
…………………………………………………………………………………………………………….
Η συγκρότηση ενός τέτοιου Επαναστατικού Μετωπικού ρεύματος που θα προωθεί ένα πλαίσιο στόχων όπως οι προηγούμενοι, θα σημάνει την αφαίρεση του ιστορικού κοινωνικού προβαδίσματος από την τάση ενσωμάτωσης, χωρίς να σημαίνει ακόμα απώλεια από μέρους αυτής της τάσης της «πλειοψηφίας» της εργατικής τάξης αλλά απώλεια της «μονοκρατορίας» της, πράγμα που συνιστά μια αρχική ποιοτική τομή για τη συνολική αντιστροφή της κατάστασης. Το ανώτατο όριο αυτής της διαδικασίας, σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας - εξουσίας, είναι να αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο το προβάδισμα της τάσης χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη ώστε να δημιουργεί έδαφος για επαναστατικά γεγονότα. Να «μεταφέρει» την «κρίση ηγεμονίας» μέσα στις γραμμές της αστικής τάξης. Να διαμορφώνει μια επαναστατική κατάσταση, μια κατάσταση «δυαδικής» εξουσίας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ανάμεσα στην αστική εξουσία με τους θεσμούς της όπως π.χ. το αστικό Κοινοβούλιο και τη κυβέρνηση του και στα όργανα της επαναστατικής εργατικής πολιτικής όπου ανάμεσα στ’ άλλα θα υπάρχει π.χ. και το Λαϊκό Συμβούλιο Αντιπροσώπων των εργατικών συμβουλίων και κοινοτήτων και η κυβέρνηση του στην οποία η συμμετοχή των επαναστατικών οργανώσεων και κομμάτων δεν είναι ζήτημα αρχής αλλά επιλογής κάθε μιας απ’ αυτές ανάλογα τις προτεραιότητες που θα θέσει στη κρισιμότατη αυτή περίοδο της ταξικής αναμέτρησης. Γεγονός είναι πάντως ότι σε αυτήν την κρισιμότατη περίοδο θα μπει , τελικά, στην ημερήσια διάταξη το μείζον ερώτημα ποιος ποιον, δηλ το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, και της πλήρους ανατροπής της αστικής κυριαρχίας.
Η διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης προϋποθέτει ένα ορισμένο ανώτερο ιστορικό κοινωνικό πολιτικό προβάδισμα της εργατικής χειραφέτησης. Δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η στρατηγική εργατική ηγεμονία έχει κιόλας κατακτηθεί και πολύ περισσότερο ότι έχει σταθεροποιηθεί. Ακόμα και αυτό το προβάδισμα μπορεί, στη διάρκεια της επαναστατικής κατάστασης, να αμφισβητηθεί και να αντιστραφεί, στις απότομες καμπές της ταξικής πάλης, εφόσον η αστική τάξη διαθέτει ακόμα την κρατική εξουσία και, κυρίως, διατηρεί την απόλυτη κυριαρχία στις κοινωνικές σχέσεις. Τελειώνοντας χρειάζεται να γίνει γενικά και από τώρα η εκτίμηση ότι η μετατροπή της επαναστατικής κατάστασης σε επανάσταση, ιδίως στη νέα βαθμίδα ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού, θα περάσει αναγκαστικά από μια γενικευμένη (κοινωνική, πολιτική, οικονομική, πολιτιστική, διεθνή) βαθύτερη και πιο σφοδρή από κάθε άλλη φορά σύγκρουση της αντιφατικής διαδικασίας της δυαδικής εξουσίας.

Σήφης Καυκαλάς - ΜΑΡΤΗΣ 2012
________________________________________________________

κείμενο 6. Κομμουνιστική επανεξόρμηση με σχέδιο ή κομμουνιστική φρασεολογία ως σημαία ευκαιρίας; - Παύλος Μουρουζίδης


H αίσθηση, καταρχήν, που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το κείμενο «για το υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης στη νέα εποχή» της ΠΕ του ΝΑΡ, είναι η εύστοχη και εύγλωττη ανάδειξη της διαλεκτικής σχέσης των τριών πρωτοποριών ανάμεσά τους (κόμμα – μέτωπο - πτέρυγα).
Δεδομένης της κρίσης που πέρασε το ΝΑΡ, η κατάληξη και συμφωνία στο συγκεκριμένο κείμενο καθώς και η σύγκρισή του με ανάλογα προηγούμενα ντοκουμέντα της ΠΕ, αποτελεί σοβαρό βήμα αναμφίβολα.
Επειδή, από την άλλη, οι ατελείωτες, σχοινοτενείς  «περιγραφές» καταστάσεων ή φαινομένων δεν είναι καινοφανείς στα ντοκουμέντα του ΝΑΡ και υποκρύπτουν μάλλον θεωρητική αδυναμία, τα ερωτήματα ξανατίθενται αναπόφευκτα:
Η περιγραφή κι ανάδειξη της διαλεκτικής σχέσης μπορεί να είναι εύστοχη και αποτελεί μια πολλή καλή, ίσως, θεωρητική τεκμηρίωση της έννοιας του "κόμματος" με την ευρεία-ιστορική έννοια.
Όμως, πρώτον, το οτι περιγράφεται η ώσμωση κι αλληλεπίδραση των τριών πρωτοποριών μεταξύ τους, δε σημαίνει ότι αυτές κατοχυρώνονται μόνο και μόνο επειδή αυτές περιγράφονται ή είναι επιθυμητές, σε αντίθεση με την επάρατη έννοια του κόμματος-φρουρίου το οποίο εφ’ όσον δεν περιγράφει, άρα δεν αναγνωρίζει και δεν επιθυμεί τέτοιου «τύπου» ανόσιες αλληλεπιδράσεις.
Η ηγεμονία είναι κάτι που κατακτιέται και οι ωσμώσεις σε ένα βαθμό είναι αναπόφευκτες, έτσι κι αλλιώς. Ακόμα και το πιο αρτηριοσκληρωτικό "ΚΚ" του πλανήτη, υπόκειται στη διαλεκτική, είτε την αναγνωρίζει είτε όχι.
 Δεύτερον, ο νόμος της διαλεκτικής  περί ενότητας των αντιθέτων αναγνωρίζει την ύπαρξη πρωταρχικού και καθοριστικού πόλου· εφόσον αναγνωρίζεται ως πρωταρχική η σημασία του "κόμματος", αυτό πρέπει και να αποδεικνύεται μέσα από συγκεκριμένες προτάσεις-μορφοποιήσεις κλπ. Παρότι δηλ., αναγνωρίζεται η πρωταρχικότητα του «κόμματος» στην έκβαση της αντικαπιταλιστικής πάλης και της επιδιωκόμενης επανάστασης, η έμφαση στο κείμενο δίνεται μάλλον σε ετεροκαθορισμούς και πολλά "δεν" παρά σε θετικές προτάσεις, μέτρα, καθήκοντα, δεσμεύσεις κ.λπ. Παρ’ ότι που και που αχνοφαίνονται αχτίδες ελπίδας για το πώς οργανώνεται η κομμουνιστική επανεξόρμηση έμπρακτα, [όπως πχ στο σημείωμα του Γραφείου της ΠΕ για τη σύσταση Ιδεολογικής  Επιτροπής μετά από 22 χρόνια (!!!), για την οποία καθυστέρηση δε θα ακουστεί αυτοκριτική προφανώς], όποιος έχει καθαρή πρόταση για το πώς θα βγει το καράβι από την ξέρα, μπορεί να διατυπώσει και σχέδιο με στόχους, κόμβους, καθήκοντα και δεσμεύσεις που θα διαμορφώνουν και θα προάγουν ακόμα και τον τελευταίο σύντροφο! Η πικρή εμπειρία της «χαμένης» γενιάς των συντρόφων που στρατεύτηκαν στο εγχείρημα το ’90, μάλλον κάτι έχει να πει γι’ αυτό…
Η επισήμανση αυτή βέβαια δεν υπονοεί πως το ζήτημα θα είχε λυθεί με κάποια απόφαση την οποία αρκεί να την παλέψουμε με σθένος. Έχει να κάνει με εγγενείς αδυναμίες του ΝΑΡ, λόγω του μεγαλεπήβολου του όλου εγχειρήματος, εξ’ αιτίας της θεωρητικής ανεπάρκειας, κυρίως της βιαστικής και άκριτης αποκαθήλωσης των λενινιστικών «εικονισμάτων», σκέψης και κληρονομιάς, και βεβαίως λόγω κοινωνικής σύνθεσης.
Η αναθέρμανση της «κομμουνιστικής» φρασεολογίας είναι καταρχήν καλοδεχούμενη, παρότι προέρχεται καμιά φορά από συντρόφους που μέχρι πρότινος μιλούσαν δημόσια για την ιστορική χρεωκοπία του κομμουνισμού (!) και πλέον περιγράφουν τον κομμουνισμό ως κοινοτισμό αλληλεγγύης. Αν η επανάκαμψη αυτή προέρχεται από πολιτικό υπολογισμό, σαν πρόσκαιρο μέτρο κι αντίβαρο στον αναρχοαυτόνομο λόγο και πρακτική των προσφάτως αποχωρησάντων σ/φων, και όχι από ουσιαστική στράτευση στην υπόθεση του κομμουνισμού της νέας εποχής, μένει να αποδειχθεί έμπρακτα. Η αυτοκριτική εδώ ίσως να έπειθε περισσότερο. Την ουσιαστική αυτοκριτική τη χρειάζεται όχι μόνο το ΝΑΡ και η νΚΑ, αλλά κι ολόκληρη η Αριστερά, όχι ως αυτομαστίγωμα ή για αυτοδικαίωση, αλλά για ουσιαστική και έμπρακτη υπέρβαση των προηγούμενων λαθών.
Δε γνωρίζουμε τις συζητήσεις στην ΠΕ και στο Γραφείο και ως εκ τούτου μπορεί να αδικούμε την όλη συζήτηση και την εν γένει ενθαρρυντική κινητικότητα κι αλλαγή πλεύσης της τελευταίας τριετίας, αλλά τελικά πολιτική κάνει κανείς με "μορφές" και συγκεκριμένες αποφάσεις που διαμορφώνουν συνειδήσεις, "υλοποιούν" τη θεωρία και τη δοκιμάζουν έμπρακτα προς διόρθωση.
Πρακτικά κι εν ολίγοις, θα τεθεί θέμα κομμουνιστικής μετονομασίας; Θα ξανασυζητηθούν καταστατικό, οι σχέσεις μέλους νεολαίας-"κόμματος"; Ή θα ντύσουμε τον οργανωτικό φιλελευθερισμό του ΝΑΡ με έναν «συγκεντρωτισμό» χωρίς δημοκρατία α λα ΚΚΕ;
Παύλος Μουρουζίδης
_______________________________________________________

κείμενο 5. Νέος κομμουνιστικός φορέας, πεδίο πλούσιας συζήτησης - Αλέξανδρος Γεωργίου - Χρίστος Τουλιάτος


Σα συμβολή στο διάλογο που ανοίγει για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό φορέα σε σύνδεση με τα χαρακτηριστικά του υποκειμένου της επαναστατικής πάλης, κατατίθεται αυτό το κείμενο περισσότερο ως άθροισμα στοιχείων που μπορούν να σχηματίσουν διαχωριστικές γραμμές παρά ως μια προσπάθεια ολοκληρωμένης απάντησης. Ολοκληρωμένες απάντησεις μπορεί να προσπαθήσει να δώσει σε τέτοια ερωτήματα ένας συλλογικός νους διαμορφωμένος σε ευρύτερες και περισσότερο κοινωνικά γειωμένες οργανωτικές μορφές της κομμουνιστικής αριστεράς. Σήμερα ανοίγει η δυνατότητα και σχηματοποιείται στους αγωνιστές η αναγκαιότητα συγκρότησης μιας νέας ποιοτικά ανώτερης ενότητας των κομμουνιστών, κάτι που ενισχύεται από τις προγραμματικές και στρατηγικές συζητήσεις που ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες.

Ο μαχόμενος μαρξισμός στο επίκεντρο

Η κρίση που εμφανίστηκε στους κόλπους του μαρξισμού στο τέλος της δεκαετίας του ’70 φαίνεται να έχει βαθειά χαρακτηριστικά και κοινή πορεία με την υποχώρηση του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Στα πλαίσια όμως της τελευταίας δεκαετίας που σημαδεύτηκε από την επιστροφή των κινημάτων στο προσκήνιο έχει ανοίξει ξανά ένας ζωντανός θεωρητικός διάλογος, ο οποίος και εντάθηκε με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης το 2007 στις ΗΠΑ. Αυτό το θεωρητικό διάλογο οφείλουν να παρακολουθήσουν οι αγωνιστές και οι οργανώσεις και να παρέμβουν σε αυτόν με την πολιτική τους πρακτική και θεωρητική παραγωγή. Για να βοηθήσουμε στην επανεξόρμηση των ιδεών του μαρξισμού χρειάζεται να κάνουμε βαθιές τομές με τρία στοιχεία που έχουν χαρακτηρίσει την υπαρκτή μαρξιστική θεωρητική παραγωγή: τον οικονομισμό, ως υπερτίμηση του οικονομικού επιπέδου και υποτίμηση της πολιτικής και της ιδεολογίας ως «απλά επιφαινόμενα» - συμπτώματα των εξελίξεων στην οικονομία, τον καταστροφισμό, ως αναζήτηση της εσωτερικής δυναμικής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που αντικειμενικά  θα τον οδηγήσει στην καταστροφή και τον παραγωγισμό, ως ενσωμάτωση της καπιταλιστικής λογικής της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων με όρους μεγέθυνσης σαν όρο για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Η σκέψη των κομμουνιστών είναι ανάγκη να επικεντρωθεί με βάση τα εργαλεία του μαρξισμού στην ανάλυση των υπαρκτών καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, στη λογική της ιστορικής υλιστικής μελέτης των τάξεων, των κοινωνικών κατηγοριών και στρωμάτων και των τάσεων εντός τους. Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα ήταν ορθότερο να αντιλαμβανόμαστε τον καπιταλισμό κοινωνικό σχηματισμό ως γεωγραφικά προσδιορισμένη και ιστορικά διαμορφωμένη ενότητα – ολότητα του οικονομικού, πολιτικού και ιδεολογικού στοιχείου με καθοριστικό σε τελική ανάλυση το οικονομικό στοιχείο, εντός της οποίας είναι ενεργές σε διαφορετικό βαθμό τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτή η παραδοχή οδηγεί σε δύο πράγματα: α) στο ότι χρειάζεται αυτοτελής μελέτη και πάλη εντός του πολιτικού και ιδεολογικού στοιχείου, με βαθιά γνώση της ιστορίας τους και σε καμία περίπτωση υποτίμηση αυτών των δύο και β) στο ότι παραμένουμε εντός της μαρξιστικής παράδοσης θεωρώντας πώς ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία παράγει τα υλικά αγαθά της αναπαραγωγής της είναι ριζικά καθοριστικός για τα όρια των μετασχηματισμών σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, άρα παραμένει κεντρικότατο στοιχείο η ανάγκη αλλαγής τις σχέσεις παραγωγής μέσα στον ίδιο τον πυρήνα της παραγωγής.
Ο ρόλος της ιδεολογίας είναι ιστορικά υποτιμημένος από το κομμουνιστικό κίνημα, ακριβώς λόγω της αντιμετώπισης του μαρξισμού και του ιστορικού υλισμού πολλές φορές ως οικονομικού εγχειριδίου. Αν ακολουθήσουμε τον περιγραφικό ορισμό που δίνει ο Γκράμσι ότι η ιδεολογία είναι το τσιμέντο που ρέει και παγώνει ανάμεσα στους αρμούς της κοινωνίας και διαπερνά το οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, καταλαβαίνουμε ότι για να τραντάξουμε γερά το καπιταλιστικό οικοδόμημα πρέπει να δημιουργήσουμε ρωγμές στο τσιμέντο που το κρατά σταθερό. Η μηχανιστική διαλεκτική του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος πολλές φορές είχε αντιμετωπίσει το ζήτημα ως ανάγκη να αλλάξουν οι συνειδήσεις των υποτελών τάξεων από τα έξω, έχοντας την προλεταριακή ιδεολογία ως ξένο σώμα διαμορφωμένο κάπου μακριά από την ταξική πάλη και το κομμουνιστικό κόμμα ως φορέα αυτής. Αντίθετα, εμείς θαρρετά πρέπει να προβάλλουμε την άποψη ότι η προλεταριακή ιδεολογία γεννιέται από την υλιστική – διαλεκτική κριτική της αστικής ιδεολογίας και εμφανίζεται σαν ένα σύνολο από ιδεολογικές πρακτικές μέσα στην ταξική πάλη. Διαμορφώνεται καθημερινά με οδηγό το μαρξισμό στη σύγκρουση των πραγματικών αντιθέσεων της κοινωνίας και φτάνει σε μια στάθμη ανάλογη με την ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Είναι κεντρικό θέμα σήμερα μέσα στις μάχες, να συναντηθεί η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η οργάνωση, η πάλη, ο αγώνας και η κατάληψη με τη μαρξιστική θεωρία και την δυνατότητα που μας καταδικνύει για μια ριζικά διαφορετική κοινωνική οργάνωση.

Παγκόσμιος καπιταλισμός και Ιμπεριαλισμός

Αναμφίβολα σήμερα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον καπιταλισμό ως ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα με την έννοια ότι σε πολύ λίγες περιοχές του πλανήτη επιβιώνουν παλαιότεροι τρόποι παραγωγής ή άλλες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας. Παρόλα αυτά στο βαθμό που το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης απέχει πολύ από το να έχει προχωρήσει στο να δημιουργήσει ενιαίες μορφές διακρατικής οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης (το πιο επιτυχημένο παράδειγμα είναι η Ε.Ε. και αυτή μάλλον οδηγείται στην αποδιάρθρωση παρά στην ενοποίηση) παραμένει ζωντανό στοιχείο του κομμουνιστικού κινήματος σήμερα η συζήτηση για τον Ιμπεριαλισμό. Σίγουρα, ο ρόλος νεοφιλελεύθερων κέντρων οικονομικής πολιτικής όπως ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, το G8 είναι μεγάλος και η επιρροή τους εντός των κοινωνικών σχηματισμών (ειδικά αυτών που έχουν προσφύγει στο ΔΝΤ όπως η Ελλάδα πρόσφατα) πρωτόγνωρη για τέτοιους φορείς στη σύγχρονη ιστορία, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι τα εθνικά κράτη δε διατηρούν ακόμα την πολιτική ισχύ έναντι των υπερεθνικών οργανισμών. Ακόμα, οι υπερεθνικοί οργανισμοί εμφανίζονται περισσότερο ως παίκτες στο εσωτερικό παιχνίδι των αντιθέσεων των κοινωνικών σχηματισμών παρά με τη μορφή μιας από τα έξω παρέμβασης – αλλά ακόμα και αυτό μπορεί να εκτιμηθεί με τις κατηγορίες της θεωρίας του ιμπεριαλισμού.
Η διάρθρωση των εθνών – κρατών σε υπερεθνικό επίπεδο, οι αντιθέσεις μεταξύ των αστικών τάξεων των διαφόρων χωρών, η ανισόμετρη ανάπτυξη, οι διεθνείς συμμαχίες και οι εναλλακτικοί πόλοι που διεκδικούν την ηγεμονία στην παγκόσμια σκακιέρα είναι εργαλεία στα χέρια των κομμουνιστών για την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης παγκόσμιας κατάστασης. Επίσης, ο διεθνισμός ως κατά κύριο λόγο αντικαπιταλιστική πάλη στο συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό, η θεωρία του αδύναμου κρίκου και η δυνατότητα να φέρουμε τριγμούς σε άλλους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας είναι όπλα του αγώνα που διεξάγουμε.

Κίνημα, Μέτωπο και Οργάνωση

Στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης που αντιπαλεύουμε τα τελευταία τρία χρόνια, η πιο εύστοχη διατύπωση για το τι κάνουμε είναι αυτή που λέει ότι έχουμε πέσει μέσα στην τρικυμία με μια σχεδία και πρέπει να ταξιδέψουμε, χτίζοντας παράλληλα το καράβι πάνω στο οποίο πλέουμε. Σε αυτή την τρικυμία λοιπόν η ύπαρξη της κομμουνιστικής επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα εγγυάται ότι υπάρχουν τα υλικά για να ξεκινήσει η κατασκευή του καραβιού, ο πολυκατακερματισμός της όμως σημαίνει ότι το πλοιάριο μπάζει νερά και το πηδάλιο δεν μπορεί να κρατήσει μια σταθερή πορεία.
Ο διάλογος έχει αποκτήσει κοινή δομή και έχει σχηματοποιηθεί σε ένα τριπλό ερώτημα, οι απαντήσεις του οποίου θέτουν τις βάσεις για να αρθεί ο εν λόγω πολυκατακερματισμός. Το τριπλο ερώτημα έχει να κάνει με το ποιό κίνημα (αντικαπιταλιστική λαϊκή συμμαχία ως κινηματική διαδικασία με αντικαπιταλιστική στόχευση), ποιό μέτωπο και ποιά κομμουνιστική οργάνωση (φορέας). Θα ήταν γραμμικότητα να αντιμετωπιστούν το τριπλό αυτό ερώτημα σαν τρία ξεχωριστά επίπεδα που δεν αλληλοδιαπλέκονται. Αντιθέτως, μέσα στο κίνημα προκύπτει μια νέα αγωνιστική εν δυνάμει κομμουνιστική πρωτοπορεία, μαζί με την αναζωογόνηση των παλιότερων μορφών, η οποία πιέζει για ένα πολιτικό μέτωπο των αριστερών αντικαπιταλιστικών δυνάμεων το οποίο μπορεί να αποτελέσει πεδίο συνάντησης του κομμουνιστικού δυναμικού. Ταυτόχρονα και αντιστρόφως, οι κομμουνιστικές δυνάμεις σήμερα ανοίγουν το ερώτημα μιας νέας ενότητας τη στιγμή που δίνουν καθημερινά τη μάχη για ένα μαχητικό ταξικά ανασυγκροτημένο κίνημα σε συμμαχία με τις αγωνιζόμενες κοινωνικές μερίδες και συζητούν για την σύγχρονη μετωπική πολιτική. Η επιμονή λοιπόν σε αυτό το τριπλό ερώτημα μπορεί να οδηγήσει στην άρση των αντιθετικών οργανωτικών σχημάτων και στην ανάδειξη νέων ερωτημάτων και νέων ενοποιητικών αντιπαραθέσεων και διαλόγων.

Δημοκρατία, αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις

Το κομμουνιστικό κίνημα έχει ιστορικά στιγματιστεί ως αντιδημοκρατικό, διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, κυρίαρχα για το πώς έχει διαχειριστεί τις αντιθέσεις στους κόλπους του. Ειδικά στη δεδομένη συγκυρία της αυταρχικής στροφής των κυρίαρχων τάξεων και των κρατικών καθεστώτων που διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους, αλλά και στην άνοδο μιας νέας ριζοσπαστικότητας με κεντρικό αίτημα την άμεση δημοκρατία, το ζήτημα της εσωτερικής δημοκρατικής λειτουργίας των μετώπων και των οργανώσεων της κομμουνιστικής αριστεράς πρέπει να μας απασχολήσει. Τα πρώτα δείγματα από τη συζήτηση στις οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς έχουν δείξει ότι υπάρχουν αγκυλώσεις στο ξεδίπλωμα ενός πραγματικά πλατιού δημοκρατικού διαλόγου γύρω από τις πρωτότυπες καταστάσεις που ζούμε και τις πρωτότυπες απαντήσεις που πρέπει να δώσουμε.
Παράλληλα με το διάλογο για το ποιά κομμουνιστική οργάνωση πρέπει να ανοίξει και ο διάλογος για το πώς κομμουνιστική οργάνωση, με πείσμα στην κεντρικότητα που έχει η αντίθεση και στην προτεραιότητα που έχει η αντίθεση πάνω στο φορέα της αντίθετης άποψης. Η εμπειρία δείχνει – και το σωστό είναι να επιτρέπεται – ότι τα άτομα – φορείς μετασχηματίζονται και μετασχηματίζουν την άποψή τους μέσα από την πολιτική διαπάλη στο βαθμό που αυτή γίνεται με ένα γνήσιο άγχος για την ορθότερη κατεύθυνση του κινήματος και της οργάνωσης. Η γενική αίσθηση πρέπει να είναι ότι η κομμουνιστική οργάνωση είναι πιο δημοκρατική από την καπιταλιστική κοινωνία. Πέραν από γενικολογίες περί αστικής δημοκρατίας ως δικτατορίας των αστών, η κριτική της ελευθερίας και της δημοκρατίας με την αστική έννοια δε μπορεί ποτέ να οδηγεί σε λιγότερο ελεύθερες και δημοκρατικές μορφές. Παράλληλα όμως, χρειάζεται μια συνείδηση που λέει ότι η ολόπλευρη στράτευση και η από κοινού υλοποίηση των αποφάσεων ως όρος για την από κοινού αποτίμηση και διόρθωση είναι πιο δημοκρατικά από την απλή ελεύθερη ατομική επιλογή και ψήφο χωρίς δέσμευση.

Πρόγραμμα και Σύγχρονη επαναστατική στρατηγική

Η ενοποίηση των κομμουνιστών σε μια οργανωτική μορφή μπορεί να γίνει γύρω από δύο αλληλένδετους άξονες: την προγραμματική πλατφόρμα και την σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Είναι αλληλένδετα στο βαθμό που αντιλαμβανόμαστε το πρόγραμμα ως συμπύκνωση των συμφερόντων της κοινωνικής συμμαχίας με κέντρο την εργατική τάξη και σε άμεση ρήξη με την καπιταλιστική στρατηγική, άρα να το αντιλαμβανόμαστε ως εργαλείο που οι από πάνω δεν μπορούν να υλοποιήσουν και οι από κάτω θα το θεωρούν αναγκαίο. Σήμερα, γύρω από το ερώτημα «μετά το ευρώ τι;» μπορεί να ανοίξει ένας πλατύς διάλογος για το πρόγραμμα, ως όραμα, συμπύκνωση και διεκδίκηση των από κάτω, με συμμετοχή του κόσμου του αγώνα και της αντικαπιταλιστικής αναζήτησης.
Η σύζητηση για το πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη από τη συζήτηση για τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και το άνοιγμα του ερωτήματος της πολιτικής εξουσίας. Ο Φερνάντο Κλαουντίν («Η κρίση του Παγκόσμιου Κομμουνιστικού Κινήματος») κωδικοποιεί την επανάσταση σε δύο επίπεδα: στην διαδικασία της κοινωνικής επανάστασης ως μια μακρά διαδικασία δεκαετιών από την οποία συντελείται η επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας και στην αποφασιστική στιγμή της πολιτικής επανάστασης ως αποτύπωσης της αλλαγής των συσχετισμών μέσα στην ευρύτερη χρονικά κοινωνική επανάσταση. Το σχήμα του παρατεταμένου λαϊκου αγώνα στην Ελλάδα είναι ένα πρώτο βήμα πάνω στο οποίο πρέπει να χτίσουμε τουλάχιστον τα ερωτήματα της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής με δύο οπτικές γωνίες: το βάθος χρόνου της μάχης και τη δυνατότητα στη συγκυρία οι επιμέρους ρωγμές να μετασχηματιστούν σε ρήξεις, με την ανάληψη της πρωτοβουλίας των κινήσεων από ένα μέτωπο αντικαπιταλιστικών δυνάμεων ώστε να ανοίξει το στοίχημα της ανατροπής.
Σε αυτή την υπόθεση μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τις επαναστατικές δυναμικές της κοινωνίας αν έχουμε παράλληλα την αντίληψη του κομμουνισμού ως μιας διαδικασίας που εμφανίζεται στο κίνημα σήμερα ως εικόνα από το μέλλον. Ή αλλιώς, όπως το έθεσε και ο Μαρξ: ο κομμουνισμός είναι η πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Μορφές αλληλεγγύης από τη γειτονιά, την εργασία, το σχολείο αλλά και στοιχήματα αυτοδιαχείρησης μας δείχνουν σήμερα πώς μπορεί να είναι το αύριο. Ο διαθεματικός πλούτος των κινημάτων και των πρωτοβουλιών που γεννήθηκαν τα τελευταία χρόνια και που αφορούν ποικίλες όψεις της κοινωνικής ζωής είναι πολλές φορές πιο διδακτικές από χίλια προγράμματα.
Χρειάζεται να μελετήσουμε τις προηγούμενες απόπειρες για την «έφοδο στον ουρανό» και τις στρατηγικές που αυτές περιέχουν. Για παράδειγμα και εντελώς σχηματικά, οι στρατηγικές για την εξουσία έχουν πάρει τις μορφές: εξέγερση και κομμούνες (1871), πλατιάς βάσης εργατικά κόμματα (1900 – 1920), εξέγερση και κατάληψη της κρατικής εξουσίας σε ένα συγκεντρωτικό κράτος (1917), γενική απεργία και εργατικά συμβούλια (Ιταλία – ~1920), ομοσπονδίες και συμμετοχή στη δημοκρατική κυβέρνηση (Ισπανία – 1936), παρατεταμένος πόλεμος – αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο και νικηφόρος εμφύλιος (Κίνα – 1949), αντάρτικα από μικρές ομάδες εξεγερμένων με λαϊκή αποδοχή – γκεβαρισμός (1960 – 1980), μητροπολιτικές εξεγέρσεις κοινωνικών στρωμάτων και νέα κινήματα (Μάης 1968), Λαϊκή ενότητα – αριστερές κυβερνήσεις – ιστορικός συμβιβασμός (Χιλή – Ιταλία 1970).
Πάνω απ’ όλα όμως σήμερα χρειάζεται να μελετήσουμε το έδαφος πάνω στο οποίο επιθυμούμε να περπατήσουμε για να γνωρίζουμε με τι υλικά θα χτίσουμε τους νέους δρόμους. Λείπει σήμερα μια επαρκής ταξική ανάλυση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, τόσο των κυρίαρχων όσο και των υποτελών τάξεων αλλά και των διάφορων κοινωνικών κατηγοριών και στρωμάτων. Ποιά είναι η σύνθεση της ελληνικής αστικής τάξης; Ποιά είναι η ηγεμονική της μερίδα; Τι επιδιώξεις έχει στρατηγικά και πώς τις προωθεί; Γύρω από ποιά στοιχεία συγκροτεί τον ηγεμονικό συνασπισμό εξουσίας; Η ηγεμονία του σε ποιά οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά στοιχεία βασίζεται; Γιατί σήμερα επιλέγει αυτό το ιδιότυπο καθεστώς παραχώρησης στοιχείων εθνικής κυριαρχίας προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της; Οι υποτελείς τάξεις στην Ελλάδα πώς διαρθώνονται; Που βρίσκεται η εργατική τάξη και από τι επαγγέλματα αποτελείται; Σε τι βαθμό εμπλέκεται στην πολιτική και σε τι βαθμό υπερασπίζει οργανωμένα τα συμφέροντά της; Τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα από ποιές κατηγορίες απαρτίζονται; Τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους πώς τα υπερασπίζουν (παράδειγμα οι οδηγοί ταξί και η στροφή τους προς το Βορίδη); Η διανόηση στην Ελλάδα γύρω από ποιούς άξονες συγκροτεί την κυρίαρχη αφήγηση; Το Κράτος και οι μηχανισμοί του τι μέγεθος έχουν και τη δύναμη; Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του Κράτους έχουν ενεργές αντιθέσεις και πώς αυτές μπορούν να οξυνθούν; Υπάρχει χώρος για ένα εναλλακτικό ιδεολογικό και πολιτιστικό πλαίσιο και πώς μπορεί να προωθηθεί; Μια αντικαπιταλιστική λαϊκή συμμαχία γύρω από ποιά στρώματα χτίζεται και πώς ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα μπορεί να τα συνενώσει; Με αυτά τα ερωτήματα ο σύγχρονος κομμουνιστικός φορέας οφείλει να αναμετρηθεί.

Επίλογος

Η συζήτηση για το σύγχρονο κομμουνιστικό φορέα ανοίγει πάρα πολλά ερωτήματα και θα αναμετρηθεί με ιστορικές αλλά και πρωτότυπες απαντήσεις. Είναι αλληλένδετη με το σήμερα του κινήματος και την προοπτική νίκης του. Οι απαντήσεις μπορούν να προκύψουν αν οι επαναστάτες κομμουνιστές αποτελούν οργανικό κομμάτι του κινήματος και βρίσκονται όπως έλεγε ο Λένιν ένα μόνο βήμα μπροστά από αυτό. Η αναμέτρηση σήμερα με το ερώτημα της αντεπίθεσης και υλικής νίκης του κινήματος, της συγκρότησής του σε πραγματικό κοινωνικό μέτωπο απέναντι σε κυβέρνηση, τρόικα, ΔΝΤ, η προσπάθεια να οικοδομηθεί μια σύγχρονη αριστερή μετωπική πολιτική συμμαχιών με προγραμματική βάση και η συνάντηση με κάθε τι νέο που ξεπηδάει ελπιδοφόρα από τον κόσμο του αγώνα θα μας βοηθήσουν στο να ιχνηλατήσουμε τις αναγκαίες απαντήσεις. Όλες οι δυνάμεις που έχουν το ερώτημα του σύγχρονου κομμουνιστικού φορέα οφείλουν άμεσα να ανοίξουν ένα πλατύ συγκροτημένο δημόσιο διάλογο με θάρρος, αξιοποιώντας την κληρονομιά των βημάτων και διαύλων διαλόγου των τελευταίων δύο χρόνων και με έμφαση στην προγραμματική επεξεργασία γύρω από το ερώτημα του εναλλακτικού δρόμου. Το ερώτημα «μετά το ευρώ τι;», δηλαδή το πώς μπορεί να οργανώνεται, να παράγει και να ζει η ελληνική κοινωνία σε ρήξη με τα καπιταλιστικά σχέδια των τελευταίων 30 χρόνων έχει αντικειμενικά στο φόντο του το ερώτημα της στρατηγικής και το ερώτημα του φορέα αυτής της στρατηγικής.


Αλέξανδρος Γεωργίου - Χρίστος Τουλιάτος
Μέλη της Αριστερής Ανασύνθεσης και του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

_________________________________________________________________


κείμενο 4. Κείμενο Συμβολής για το Πανελλαδικό Σώμα - Τάσος Παπαδόπουλος


1.   ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Το κείμενο εργασίας – όπως και άλλα κείμενα στο παρελθόν - κάνει ρητή αναφορά στην αναγκαιότητα ανάπτυξης του προγράμματος οικοδόμησης του σοσιαλισμού – κομμουνισμού μετά την αντικαπιταλιστική επανάσταση (σελ. 32). Η αναγκαιότητα αυτή προβάλλει με έντονο τρόπο κυρίως στις συζητήσεις με τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια του κινήματος. Έχει όμως να κάνει και με τα όρια του ίδιου του αντικαπιταλιστικού προγράμματος (σελ. 31 - 32 του κειμένου). Ενδεικτικά: το αίτημα για βαριά φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, ώστε να χρηματοδοτηθούν κοινωνικές παροχές, δημόσιες επενδύσεις etc μπορεί να εφαρμοστεί μόνο μέχρι την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Αν υποθέσουμε νικάει η επανάσταση και ότι εφαρμόζεται το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στο σύνολό του και οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας καθώς και αυτές που κλείνουν εθνικοποιηθούν – κοινωνικοποιηθούν με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, τότε ... σε ποιες ακριβώς επιχειρήσεις θα επιβληθεί η βαριά φορολογία?
Δεδομένου, ότι η δική μας πρόταση για το τι θα ακολουθήσει την αντικαπιταλιστική επανάσταση δεν μπορεί να είναι άλλη από την δημιουργία των προϋποθέσεων για την κομμουνιστική απελευθέρωση, οφείλουμε να καταθέσουμε ένα πρόγραμμα που θα έχει αυτήν ακριβώς την στόχευση. Θα υλοποιεί πρακτικά γενικές αρχές όπως μη εκμεταλλευτική κοινωνία, μη εμπορευματική – μη εγχρήματη οικονομία, διεύθυνση της παραγωγής και των κοινών από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς etc. Είναι ξεκάθαρο ότι όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν από την πρώτη στιγμή, πόσο μάλλον όταν αντίστοιχες επαναστάσεις δεν θα έχουν νικήσει σε ικανό αριθμό παγκοσμίως. Το ίδιο ξεκάθαρο όμως είναι ότι η οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας πρέπει να αρχίσει από την πρώτη στιγμή, θεμελιώνοντας εκείνες τις σχέσεις παραγωγής (άρα και ανταλλαγής) οι οποίες θα δείχνουν με σαφή τρόπο την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρει η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Ποια είναι λοιπόν τα μέτρα εκείνα που μπορούν να υλοποιήσουν τα παραπάνω? Φυσικά το κείμενο αυτό δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα ολοκληρωμένο εγχειρίδιο οικοδόμησης του κομμουνισμού. Θέλει όμως να αναδείξει κάποιες πλευρές του, οι οποίες συνδέονται άμεσα με το σήμερα. Έτσι στην κατεύθυνση ανάπτυξης μιας μη εμπορευματικής – μη εγχρήματης οικονομίας μπορούμε να πούμε ότι, ορισμένα βασικά αγαθά μπορεί και πρέπει να παρέχονται δωρεάν σε όλο τον πληθυσμό όπως είναι η παιδεία, η υγεία, οι αστικές συγκοινωνίες, το ρεύμα και οι τηλεπικοινωνίες μέχρι ένα ορισμένο όριο κατανάλωσης, το δικαίωμα στη στέγη, κάποια βιβλία και θεατρικές παραστάσεις κάθε χρόνο etc.
Ειδικά η δωρεάν παιδεία και υγεία είναι κάτι γνώριμο και οικείο σε όλους (αν και με στρεβλή και περιορισμένη μορφή στον καπιταλισμό) κανείς δεν μπορεί να πει ότι αυτό δε γίνεται. Επίσης είναι οι δημόσιες υπηρεσίες οι οποίες σήμερα βρίσκονται υπό διωγμό, απαξιώνονται, με σκοπό να ξεπουληθούν έναντι πινακίου φακής. Και είναι η διάλυσή τους αυτή που προκαλεί ανυπέρβλητες δυσκολίες, μέχρι και απόγνωση στον κόσμο. Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα η επαναστατική αριστερά πρέπει να προβάλλει το αίτημα όχι απλά της διατήρησης των μέχρι σήμερα κοινωνικών αγαθών, αλλά της συνεχούς και εντατικής διεύρυνσής τους στην κατεύθυνση του να τσακίσουμε τα τα ιερά και όσια του καπιταλισμού το χρήμα και το εμπόρευμα. Η εντατική προβολή αυτού του αιτήματος κρίνεται σκόπιμη επειδή ακριβώς πατάει σε υπαρκτές εμπειρίες των εργαζομένων και έρχεται σε ευθεία ρήξη με την στρατηγική επιλογή της διάλυσης και ιδιωτικοποίησής τους.
2.   Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Σύμφωνα με τις αναλύσεις μας καίρια πλευρά της κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι και η κρίση του πολιτικού συστήματος με την έντονη ροπή προς τον αυταρχισμό και την καταστολή. Είναι η ίδια η αστική τάξη, το πολιτικό προσωπικό της, τα ΜΜΕ και όλος ο αστικός συνασπισμός εξουσίας, που σήμερα καταπατούν, διαλύουν κάθε πτυχή της αστικής δημοκρατίας, προκειμένου να υλοποιήσουν τις επιδιώξεις τους. Αντιλαμβανόμενοι το πόσο οριακά κινούνται σε νομικό επίπεδο έβαλαν στην ημερήσια διάταξη την αναθεώρηση του συντάγματος, προκειμένου να προσαρμόσουν την έννομη τάξη στις επιδιώξεις και τις πρακτικές τους, καθώς επίσης και για να επισημοποιήσουν στρατηγικές επιδιώξεις τους (συνταγματική κατοχύρωση πλεονασματικών προϋπολογισμών etc.)
Αυτή η κρίση του πολιτικού συστήματος γίνεται αντιληπτή από σημαντική μερίδα του κόσμου και γι' αυτό τα αιτήματα για “πραγματική δημοκρατία” και για “άμεση δημοκρατία” αποκτούν τη δική τους ξεχωριστή σημασία. Είναι ένα γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο μπορούμε να καλλιεργήσουμε τη δική μας πρόταση για εργατική εξουσία.
Ταυτόχρονα όμως η αντιφατικότητα της συνείδησης της εργατικής τάξης εκδηλώνεται με τις αυταπάτες και τις προσδοκίες για αλλαγή της κατάστασης μέσα από τις εκλογές. Έτσι έρχεται στην επιφάνεια όλη η αρχαία σκουριά που αναζητά διεξόδους στην αντιπροσώπευση, στους χρηστούς ηγέτες, στους νέους κομματικούς σχηματισμούς etc. Άλλα κομμάτια πάλι προκρίνουν την στάση της πλήρους απαξίωσης της πολιτικής, των κομμάτων συνολικά, της αποχής από τις εκλογές etc.
Ζητούμενο της επαναστατικής αριστεράς απέναντι σε αυτήν την συνείδηση της εργατικής τάξης είναι να αναπτύξει κάθε θετική πλευρά της και να βοηθήσει στο ξεπέρασμα όλων των αγκυλώσεων που την κρατούν υποταγμένη. Σε αυτήν την κατεύθυνση δεν αρκεί να λέμε μόνο ότι με τις εκλογές δεν αλλάζουν τα πράγματα, όσο σωστή και αν είναι αυτή η θέση. Και δεν αρκεί μόνο να παρουσιάζουμε το αντικαπιταλιστικό μας πρόγραμμα ή ακόμα και ένα πρόγραμμα οικοδόμησης του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Χρειάζεται να παρουσιάσουμε και εκείνη τη νομική μορφή που που θα επισημοποιήσει και θα νομιμοποιήσει τα αιτήματα που θέτουμε για στόχους πάλης στο κίνημα.

3.   Η ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Απέναντι στην επιχειρούμενη αντιδραστική αναθεώρηση του συντάγματος (γιατί οποιαδήποτε αναθεώρηση στις σημερινές συνθήκες μόνο αντιδραστική μπορεί να είναι) μπορούμε να προτείνουμε την ολοκληρωτική κατάργησή του και την αντικατάστασή του από ένα νέο σύνταγμα, που θα προκύψει μέσα από διαδικασίες εργατικών και λαϊκών συνελεύσεων, θέτοντας το αίτημα για συντακτική συνέλευση.
Για το περιεχόμενο προτείνουμε να προβλέπει την εθνικοποίηση – κοινωνικοποίηση των τραπεζών, όλων των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας χωρίς αποζημίωση, τη δωρεάν παροχή όλων των κοινωνικών αγαθών σε όλους ανεξαιρέτως και γενικά να συστηματοποιήσουμε την πρότασή μας προβάλλοντάς την ως περιεχόμενο της συντακτικής συνέλευσης. Αυτή η πρόταση πατάει πάνω στις νομικές και εκλογικές προκαταλήψεις και αυταπάτες του κόσμου, ταυτόχρονα όμως τις υπερκερνά, αφού δεν περιορίζεται σε ένα απλό φτιασίδωμα του συστήματος, όπως θα έκανε μια οποιαδήποτε αναθεώρηση του συντάγματος, αφήνοντας όμως άθικτες όλες τις βασικές λειτουργίες του καπιταλισμού. Αντίθετα οφείλουμε ως περιεχόμενο να θέσουμε όλα εκείνα τα αντικαπιταλιστικά αιτήματα, αλλά και αυτά της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, τα οποία θα τσακίσουν τις αστικές σχέσεις παραγωγής, μαζί και το εποικοδόμημά, και θα βάλουν της βάσεις για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Επίσης θα μπορούσε να είναι και η απάντησή μας στην συζήτηση για την αναθεώρηση του συντάγματος, που αναπόφευκτα θα ανοίξει μετά τις εκλογές.

4.   Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

Η εργατική τάξη σήμερα στην πλειοψηφία της δεν είναι οργανωμένη στα επιχειρησιακά ή κλαδικά σωματεία, αν εξαιρέσουμε τους περίπου 500.000 δημόσιους υπαλλήλους (πλην σωμάτων ασφαλείας και δικαστικών) και άλλους τόσους περίπου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ΔΕΚΟ etc καθώς και λίγες μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις (τράπεζες, 3Ε, Vodafon, Wind, Intracom etc). Ειδικά στον ιδιωτικό τομέα η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων απασχολείται σε επιχειρήσεις με 1 – 9 εργαζόμενους. Αυτό καθιστά αντικειμενικά αδύνατο την οργάνωση της τάξης στο σύνολό της σε επιχειρησιακά σωματεία.
Απέναντι σε αυτήν την δυσκολία οι εργαζόμενοι μέσα από τους αγώνες τους κατάφεραν μέχρι σήμερα να απαντήσουν με την οργάνωσή τους είτε σε σωματεία που καλύπτουν εργαζόμενους σε έναν κλάδο (π.χ. βιβλίου – χάρτου), είτε αυτούς που έχουν συναφείς ειδικότητες ασχέτως κλάδου που απασχολούνται (ΣΜΤ), είτε με βάση τον τόπο δουλειάς άσχετα από τον εργοδότη (αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος). Αποτελεί άμεση ανάγκη για την οργάνωσή μας να αποτιμήσει τις εμπειρίες, τα θετικά και τις αδυναμίες της κάθε μορφής, ώστε να συμβάλλει στην παραπέρα ανάπτυξη των εργατικών αγώνων.

ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μάρτιος 2012
___________________________________________________________________________


Κείμενο 3. Kείμενο Συμβολής στο διάλογο για το Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ


Όσο ανεβαίνει το επίπεδο της ταξικής αντιπαράθεσης τόσο ανεβαίνουν οι αγωνίες, τα ερωτήματα και οι απαιτήσεις από τη μεριά των συνειδητών δυνάμεων. Στο επερχόμενο σώμα δεν τίθεται από κανένα η αναγκαιότητα για την ύπαρξη και την οργάνωση αυτών των δυνάμεων. Ανοίγει όμως αποφασιστικά η κουβέντα πάνω στις μορφές που αντιστοιχούν στο σύγχρονό επαναστατικό υποκείμενο. Πολλοί σύντροφοι εντός και εκτός της οργάνωσης προσδοκούν στην έννοια του κόμματος τη μαζικότητα, τη σοβαρότητα και τη συνέπεια σε κάθε πτυχή της ταξικής πάλης. Ωστόσο ό,τι περιεχόμενο κι αν προσπαθούμε να δώσουμε στο κόμμα, η αλήθεια είναι ότι ιστορικά έχει αποκτήσει συγκεκριμένο νόημα και έχει κατοχυρωθεί στις συνειδήσεις των αγωνιστών είτε ως το φορέα απόλυτης αλήθειας, εκφραστή της πρωτοπορίας είτε ως τακτική ενότητα ρεφορμιστικών συνήθως δυνάμεων. Όσο κι αν επιμένουμε να νοηματοδοτούμε διαφορετικά τις λέξεις, το κόμμα απέτυχε ως μορφή να εκφράσει επαναστατικές διαθέσεις και να βάλει τα θεμέλια σε απελευθερωτικές κοινωνίες ήδη από το προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός δεν αφήνει καμιά πτυχή της προσωπικότητας και του χρόνου του εργάτη έξω από το παιχνίδι της κερδοφορίας. Δίπλα στις παραδοσιακές μορφές χειρονακτικής εργασίας υπάρχουν πολυάριθμοι συνδυασμοί χειρωνακτικής-πνευματικής ή μόνο πνευματικής, που αυξάνουν την απόσπαση υπεραξίας και εκτινάσσουν την παραγωγικότητα. Στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, δε φτάνουν τα χέρια, ο μόχθος και το αίμα. Η φαντασία, η επινοητικότητα, η ικανότητα για συνεργασία, το σύνολο της σκέψης, υποτάσσεται στο κεφάλαιο και τους νόμους της αγοράς. Φυσικά όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να γίνουν μόνο με τις παραδοσιακές εργασιακές σχέσεις (σταθερό ωράριο, μεροκάματο κ.τ.λ.). Το ελαστικό ωράριο, οι συμβασιούχοι, η δουλειά από το σπίτι, οι απλήρωτες υπερωρίες, αποτελούν νέες εργασιακές σχέσεις με διπλό στόχο. Από τη μία το προφανές, να μειώνουν το κόστος της εργασίας και να διαλύουν εργασιακά δικαιώματα, από την άλλη να ολοκληρώσουν το μύθο του εργαζόμενου-συνεργάτη που ταυτίζεται με τα συμφέροντα της επιχείρησης και πασχίζει όλη μέρα για αυτά. Σε σημείο πολλές φορές που είναι δυσδιάκριτα τα όρια εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου. Σε αυτό το θέμα ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός είναι πραγματικά «ριζοσπαστικός», συμβαδίζοντας με την τεχνολογική πρόοδο, φτιάχνει συνεχώς νέα μοντέλα παραγωγής και νέες εργασιακές σχέσεις.
Συνέπεια των παραπάνω είναι ο πλήρης κατακερματισμός της εργατικής τάξης στις εργασιακές σχέσεις, στον τόπο και στο χρόνο εργασίας. Το παλιό μοντέλο της συγκέντρωσης χιλιάδων εργατών σε συγκεκριμένες μονάδες, αποτελεί σήμερα μια πλευρά μόνο της πραγματικότητας. Η αντίληψη του παραδοσιακού κινήματος καταρρέει, γιατί δεν μπορεί η όποια πρωτοπορία να διατηρήσει σταθερούς μόνιμους δεσμούς με το σύνολο της τάξης. Σε αυτό το μωσαϊκό της εργατικής τάξης, πάντα θα ξεπηδούν αγωνιστικές διαθέσεις και νέες πρωτοπόρες δυνάμεις που είτε δεν έχουν καμία επαφή με την «παλιά πρωτοπορία», είτε έρχονται σε επαφή με παλιές οργανώσεις δίνοντάς τους ένα εντελώς νέο περιεχόμενο στη φυσιογνωμία τους. Για παράδειγμα σήμερα με το εκρηκτικό πρόβλημα της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας, δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναδειχτεί νέο αγωνιστικό δυναμικό είτε με τη μορφή μεμονωμένων αγωνιστών, είτε ως συλλογικότητες λιγότερο η περισσότερο πολιτικά συγκροτημένες. Νέες πρωτοπορίες πάντα θα έρχονται στο προσκήνιο. Το ζήτημα είναι πια σχέση αναζητά με αυτές η προϋπάρχουσα πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης όπως και να λέγεται…, και σε αυτό το ζήτημα δεν απαντά ούτε το πολυτασικό (με οργανωμένες φράξιες) κόμμα.
Την εποχή που γράφτηκαν τα κλασικά κείμενα του μαρξισμού-λενινισμού, η εμπειρία από αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις ήταν ελάχιστη. Δεν υπήρχε κανένας λόγος η επαναστατική πρωτοπορία να μην συγκροτείται σε ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα. Η επαναστατική εμπειρία οδήγησε το κομμουνιστικό κίνημα σε πολυάριθμα ιστορικά ρεύματα, τα οποία εκφράζονται σχεδόν όλα και στη χώρα μας(μαοϊκοί, μ-λ χώρος, τροτσκιστές, αλτουσεριανοί, σταλινικοί κ.τ.λ.). Η στρατηγική σύγκληση αυτών των ρευμάτων είναι αδύνατη για δύο λόγους: 1) Δυστυχώς δεν έχουμε κάθε μέρα επαναστάσεις για να επιβεβαιώνονται ή να διαψεύδονται επαναστατικές θεωρίες. Επίσης δεν είναι δεδομένο το πώς το κάθε ρεύμα, προσλαμβάνει την ιστορική εμπειρία και κάνει την αυτοκριτική του. 2) Το κάθε ρεύμα έχει στρατηγική αναφορά στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό και όχι μόνο την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Άρα και η δικάιωσή τους αφορά την πορεία μετά την επανάσταση (κάτι ιστορικά ακόμη πιο σπάνιο). Παρόλα αυτά διαφορετικές αφετηρίες στην αλληλεπίδρασή τους μέσα στη φωτιά της ταξικής πάλης, μπορούν να είναι τακτικά πρωτοπόρες.
Αρκεί να δούμε λίγο τη στρατηγική πολυχρωμία στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή ακόμη και στο πιο «ομοιογενές» ΜΕΡΑ στο πρόσφατο παρελθόν. Ζητούμενο στο σήμερα, είναι η ενότητα σε ένα σύγχρονο επαναστατικό πρόγραμμα, στις σύγχρονες «θέσεις του Απρίλη» και όχι η ενότητα στο κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Μετά την επανάσταση κάθε αντίληψη του επαναστατικού κινήματος θα μπορεί να αναπτύσσεται ολόπλευρα και ισότιμα, με τελικό κριτή την εργατική δημοκρατία, σε πλήρη αντιδιαστολή με τα μονοκομματικά καθεστώτα του «υπαρκτού».
Η ιστορική προσφορά του ρεύματος μας σε μια νέα αντίληψη για το μέτωπο και τη διαλεκτική ενότητα με την οργάνωση και το κίνημα, δε μπορεί να συμβιβαστεί με την αντίληψη του κόμματος κατόχου της απόλυτης αλήθειας. Στο μέτωπο δεν κάνουμε έκπτωση στην πολιτική μας γραμμή, έτσι ώστε να πετύχουμε μια ευρύτερη συσπείρωση γύρο από αυτή. Το μέτωπο παράγει νέα πολιτική γραμμή. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει οι πρωτοπορίες που το απαρτίζουν να είναι έτοιμες να αμφισβητήσουν τον εαυτό τους, να αρνηθούν τη θέση τους, για να έρθει η σύνθεση και η νέα θέση. Φυσικά η πολιτική αντιπαράθεση δεν είναι ποτέ στρωμένη με ροδοπέταλα. Παίζουν τα πάντα: προσωπικές αντιπαλότητες, οργανωτικές αντιπαραθέσεις, τυχοδιωκτισμοί, εκβιασμοί, απειλή ή και χρήση βίας. Όλα αυτά θολώνουν την προσφορά του μετώπου στην παραγωγή πολιτικής. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ένα απλοϊκό χρονικά σχήμα που να περιγράφει πότε μιλάει η οργάνωση και πότε το μέτωπο. Είναι ουσιαστικά μια αδιάσπαστη αμφίδρομη σχέση. Σε κάθε διαδικασία οποιασδήποτε οργάνωσης, υπάρχει η εμπειρία και ο διάλογος του μετώπου. Η αντίληψη του κόμματος που υπερέχει πολιτικά έναντι των άλλων, μοιραία αλλάζει και την αντίληψη που έχουμε μέχρι σήμερα για το μέτωπο. Θα αλλάξει η ακλόνητα μετωπική κουλτούρα μας, η εμμονή στον πολιτικό διάλογο και τη σύνθεση, η διάθεση να αναζητήσουμε τη σχέση που έχουν άλλα πρωτοπόρα ρεύματα με την τάξη. Θα αλλάξει η ικανότητά μας να εξελισσόμαστε σε πολιτικά ανώτερο βαθμό, ενσωματώνοντας τα πιο μαχητικά, ριζοσπαστικά στοιχεία του μετώπου. Για την αρνητική αυτή εξέλιξη φτάνει και μόνο η διακηρυκτική άποψη για τη μετεξέλιξη μας σε κόμμα. Μια διακήρυξη που δυστυχώς πάει χέρι χέρι με την αλαζονεία και τη σκληρή οργανωτική δομή.
Καλώς η κακώς το ΝΑΡ και η νΚΑ, έχουν παράδοση σε διαφωνίες και αντιπαραθέσεις, που οδηγούν πολλές φορές σε μη κοινό βηματισμό. Είναι αφέλεια να νομίζει κανείς, ότι στο δρόμο προς τη συγκρότηση του κόμματος και με σειρά οργανωτικών μέτρων, θα ξεπεραστούν βαθιές ιστορικές διαφωνίες. Στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσουν σε παραγκωνισμό συντρόφων, στη χειρότερη σε νέες αποχωρήσεις ή διασπάσεις. Αυτό που είναι πραγματική πληγή για την οργάνωση , είναι οι διαφορετικές πρωτοβουλίες που παίρνονται στο κίνημα, χωρίς καν να έχουν περάσει από κάποια διαδικασία της οργάνωσης. Εκεί χρειάζεται μια νέα αφετηρία. Το ζήτημα δεν είναι στο πως θα κρύψουμε τις διαφωνίες που μας εκθέτουν. Το ζήτημα είναι κάθε φορά μετά από εσωτερικό διάλογο και εξάντληση των περιθωρίων σύνθεσης, να είναι σαφής η θέση της οργάνωσης και η θέση της όποιας μειοψηφίας, που μόνο ως τέτοια μπορεί να παρουσιαστεί στο μέτωπο και στο κίνημα.
Τελικά το ερώτημα παραμένει. Ποιος μπορεί να φέρει σε πέρας μια νικηφόρα αντικαπιταλιστική επανάσταση ανοίγοντας το δρόμο στην εργατική δημοκρατία και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Χωρίς να παραβλέπουμε τα διαφορετικά επίπεδα συνειδητοποίησης, η απάντηση δε μπορεί να είναι άλλη από το σύνολο του επαναστατικού υποκειμένου. Γι αυτό και το οργάνωση-μέτωπο-κίνημα δεν είναι ένα μεταβατικό «κόλπο» μέχρι το κόμμα-μέτωπο-κίνημα ή το κόμμα-κίνημα, ή το κόμμα σκέτο. Φυσικά σήμερα δεν υπάρχουν ολοκληρωμένα επαναστατικά χαρακτηριστικά ούτε στην οργάνωση, ούτε στο μέτωπο, ούτε στο κίνημα. Γι αυτό όμως αυτή η συμπυκνωμένη ιστορικά εποχή είναι τόσο συναρπαστική και γεμάτη προκλήσεις.
Ματίκας Σταύρος
μέλος της νΚΑ

______________________________________________

Κείμενο 2. Η οντολογία μιας συνολικής απάντησης


Αποτελεί -από όσο γνωρίζω-γενικά μια κοινή πίστη πως η εργατική τάξη καθορίζεται αντικειμενικά και συσχετίζεται με ένα άμεσο τρόπο από την θέση της στην παραγωγή. Τόσο ως μια αξία χρήσης, όσο και ως ανταλλακτική αξία, στο βαθμό που είναι και παραμένει εμπόρευμα. Και σωστά το προσεγμένο κείμενο για το υποκείμενο του πανελλαδικού σώματος του ΝΑΡ συσχετίζει τις δυο μορφές ύπαρξης του εμπορεύματος εργατική τάξη-εργατική δύναμη με τις δυο τάσεις, την τάση χειραφέτησης και την τάση υποταγής στην αλληλοδιαπλοκή τους, όσο και στην διαδικασία ανεξαρτησίας και διχασμού τους.

Τα ερωτήματα μπαίνουν ακριβώς σε αυτό το σημείο που η τάση χειραφέτησης παίρνει κεφάλι, καλύτερα διαχωρίζεται ανταγωνιστικά από την τάση υποταγής. Τα ερωτήματα μπαίνουν στο πεδίο που αυτή η καθεαυτή εργατική τάξη γίνεται στο βαθμό που γίνεται ή επιχειρεί να γίνει τάξη για τον εαυτό την. Δηλαδή μετατρέπεται σε μια κοινωνική τάξη που κατανοεί όχι μόνο τον ρόλο της στην παραγωγή και την δύναμη της που απορρέει από αυτόν τον ρόλο, αλλά κατανοεί πως έχει κοινά συμφέροντα ανταγωνιστικά με την εργοδοσία και το κεφάλαιο.

 Κατανοεί- στο βαθμό που το κατανοεί- πως αυτός ο ρόλος στην παραγωγή και ο ταξικός ανταγωνισμός της, την μεταμορφώνει σε μια τάξη που η πάλη της μπορεί να απελευθερώσει ολάκερη την ανθρωπότητα από τα δεσμά του καπιταλισμού. Δηλαδή να αποκτήσει μια τέτοια ταξική πολιτική συνείδηση που δεν θα χει επιστροφή στους τόπους του καπιταλιστικού μαρτυρίου.

Και σε αυτό το σημείο νομίζω πως διαμορφώνονται δυο μεγάλα ρεύματα σκέψης και πολιτικής δράσης με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους. Το ένα που είναι και το πλέον μειοψηφικό πιστεύει πως η εργατική τάξη θα απελευθερωθεί μονάχη της και μέσα από τους αγώνες που η ίδια κάνει. Έτσι θεωρεί πως δεν υπάρχει ή πως δεν έπρεπε να υπάρχει πολιτική πρωτοπορία γενική ή ειδική. Και πως κάθε τέτοια πρωτοπορία σε μια επόμενη φάση θα είναι ο επόμενος δυνάστης για το προλεταριάτο.

Το άλλο ρεύμα που είναι και το πλέον πλειοψηφικό και ως ένα βαθμό ηγεμονικό δίχως γενικά να απορρίπτει το μαρξικό «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο αυτής της ίδιας», πιστεύει πως αυτό θα συμβεί μόνο μέσα από την πρωτοπόρα δράση πολιτικών συλλογικοτήτων. Θεωρώντας πως το προλεταριάτο με τους αυθόρμητους οικονομικούς του αγώνες δεν μπορεί να δει την καθολική κίνηση των πραγμάτων. Αυτή μπορεί να την οικοδομήσει με πολιτικούς όρους μια πολιτική πρωτοπορία που θα βάλει με τον εάν ή τον άλλο τρόπο την συνείδηση στην τάξη.

Το κείμενο του πανελλαδικού σώματος του ΝΑΡ για το υποκείμενο δίχως να πετάει στο πυρ το εξώτερο την αυθόρμητη δράση του προλεταριάτου- απεναντίας θα έλεγα- ανήκει στην δεύτερη κατηγορία βάζοντας ζήτημα γενικών και ειδικών πρωτοποριών αλλά και ζήτημα ενός διαλεκτικού πολιτικού υποκείμενου που θα συναρθρώνεται από την αντικαπιταλιστική πτέρυγα, το αντικαπιταλιστικό μέτωπο και το κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Δήλαδη βάζει ζήτημα μιας μαζικής πρωτοπορίας που δεν θα εισάγει την ταξική συνείδηση από τα έξω αλλά αυτή θα συναρθρώνεται και θα απορρέει μέσα από τα επίπεδα και τα πεδία των ειδικών και γενικών μορφών πρωτοπορίας, όπως είναι η πτέρυγα, το μέτωπο και το κόμμα.

Ερωτήματα και προβληματισμοί…

Σε αυτό το σημείο προσωπικά αρχίζουν μια σειρά από ερωτήματα για να μην πω ενστάσεις, στο βαθμό που πιστεύω πως το εν λόγω κείμενο, αποτελεί συμβολή σε ένα γενικότερο προβληματισμό και όχι ένα κείμενο που βρίσκεται απέναντι στο κείμενο του πανελλαδικού σώματος. Γνωρίζοντας φυσικά πως σε κάποια σημεία του προβληματισμού βρίσκεται σε μια τελείως διαφορετική οπτική με το κείμενο.

Ξεκινώντας θα πω πως και τα δυο ρεύματα πέτυχαν- στο ένα ή τον άλλο βαθμό- μικρές ή μεγάλες νίκες αλλά δεν κατάφεραν να νικήσουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Φυσικά τον άλλαξαν, φυσικά υπήρξαν στιγμές που αυτός βρίσκονταν στην γωνία, αλλά νομίζω πως δεν του έδωσαν το καθοριστικό κτύπημα. Έτσι σήμερα και μάλιστα στην πιο βαθιά του κρίση εξαπολύει την πιο συνολική επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και τα δικαιώματα της. Με τα συνδικάτα να δίνουν μάχες χαρακωμάτων και να μην σώζουν και πολλά και την αριστερά ανεβασμένη εκλογικά, να δείχνει μια απερίγραπτη ανικανότητα να συντονιστεί και να διεκδικήσει την εξουσία για λογαριασμό των καταπιεσμένων τάξεων. Με μια κοινωνία σε ταξική πόλωση, ένα πολιτικό σύστημα σε παρακμή. Με ανώγεια και υπόγεια ρεύματα να διαμορφώνουν δυνητικά μια νέα, εντελώς νέα, πραγματικότητα, ανοικτά προς πάσα κατεύθυνση.

Τι συμβαίνει λοιπόν, που υπάρχει το λάθος, αν υπάρχει λάθος; Η εργατική τάξη μόνη της ή διάμεσου της πρωτοπορίας μπορεί να γίνει τάξη για τον εαυτό και μάλιστα επί μακρόν. Ή κάθε άλμα προς τα εμπρός θα το ακολουθεί ένα άλμα προς τα πίσω. Αφήνοντας ως μαγιά μια σειρά αγώνες, επαναστατικές και κατακτήσεις. Που φυσικά δεν πάνε χαμένες αλλά στα πλαίσια ενός μακρού ιστορικού χρόνου μπορούν ή θα μπορούν να λειτουργούν προς όφελος των καταπιεσμένων τάξεων και της ιστορικής προόδου, αυτής της αντιφατικής κίνησης των πραγμάτων.

Ούτε εγώ, ούτε φυσικά το κείμενο για το σώμα απαντάει στα παραπάνω ερωτήματα και όπως μου είπε ένας σύντροφος μόνο η ιστορία μπορεί να απαντήσει. Έτσι όμως οδηγούμαστε- άθελα μας ή μη- σε ένα ιστορικό ντετερμινισμό. Άλλωστε από την άλλη ούτε εσείς, ούτε και θα εγώ θα το ζήσουμε, άρα το ερώτημα είναι πως φτιάχνουμε την ζωή μας σήμερα, όπως την θέλουμε, κατανοώντας τις συνθήκες. Από την άλλη αλίμονο αν αγωνιζόμαστε για μια χίμαιρα.

Η δική μου θέση- δίχως να θεωρώ πως έχω 100% δίκαιο- είναι πως στο βαθμό που παραμένουμε στην διαλεκτική κεφάλαιο-εργασία, δηλαδή στο βαθμό που μιλάμε για μια εργατική τάξη που παραμένει εμπόρευμα τότε το παιχνίδι μάλλον το έχουμε χαμένο. Άρα η σκέψη μας, η συλλογιστική μας καθώς και η φιλοσοφική μας οπτική μάλλον πρέπει να αλλάξουν.

Ιχνηλατώντας μια μέθοδο απαντήσεων θα έλεγα πως: Α) στην ρωγμή του χρόνου ανάμεσα στην δουλοκτητική κοινωνία και την φεουδαρχική γεννήθηκε το κίνημα του χριστιανισμού. Ένα λαϊκό κίνημα που αφού οικοδόμησε ένα δυνατό κομμουνισμό της εποχής διαμέσου των «αγαπών», συνάντησε την στωική, νεοπλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία για να καταλήξει κυρίαρχη δύναμη της φεουδαρχίας. Αυτό που έκανε την διαφορά με τον χριστιανισμό δεν ήταν οι «αγάπες», υπήρχαν και πιο πριν. Αυτό που έκανε την διαφορά ήταν η οντολογία της ελευθέριας. Μετα το χριστό ήταν όλοι, μα όλοι ελεύθεροι. Φυσικά ήταν ακόμη μια εσωτερική ελευθερία, για αυτό «τα του Καίσαρος τω καίσαρι και τα του θεού τω θεώ». Πρόκειται για μια οντολογία ελευθερίας που θα εξωτερικευτεί με το διαφωτισμό, μια οντολογία ατομικής ελευθερίας που αλίμονο αν πάμε πίσω από αυτή. Να την διευρύνουμε σε μια κοινοτική βάση ναι, να πάμε πίσω όχι.
Β) Η αστική τάξη κατέκτησε πρώτα την οικονομική εξουσία, ύστερα την πολιτική και σύντομα ενσωμάτωσε πλευρές της προκαπιταλιστικής τάξης για να μπορεί να καταπιέζει την εργατική τάξη. Στην πορεία ήρθε σε συνεργασία και με πλευρές του κόσμου της εργασίας αλλά και με το στρώμα ή τάξη που γεννήθηκε από τον εκφυλισμό της επανάστασης στις χώρες του υπαρκτού. Στο τέλος μετασχηματίστηκε και η ίδια σε μια καπιταλιστική τάξη, απορρίπτοντας κάθε απελευθερωτικό πρόταγμα της. Αυτό συνεπάγεται πως κάθε διαλεκτική με την εργασία στα πλαίσια του δίπολου κεφάλαιο-εργασία δεν μπορεί παρά να αποκτήσει αντιθετικό, ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Έτσι κάθε ρεφορμιστικός- οικονομικός αγώνας είναι από χέρι χαμένος αν δεν προβάλει η προλεταριακή τάξη και ένα επαναστατικό μέτωπο μια συνολική επαναστατική γραμμή.
Γ) Στο βαθμό που δεν έχουμε ένα υποκείμενο που συνδιαλέγεται άνισα, αντιφατικά και συγκρουσιακά με ένα άλλο υποκείμενο, αλλά μια ολοκληρωτική τάξη που καταπιέζει , εκβιάζει και εκμεταλλεύεται την εργασία, τότε είναι αναγκαιότητα άμεσα η τάση χειραφέτησης να ξεκόψει με την τάση υποταγής. Άρα είναι αναγκαιότητα η ζωντανή εργασία να οικοδομήσει με αντιφατικούς τρόπους τις δικές της «αγάπες». Να οικοδομήσει από τα σήμερα και παντού την δική της τάξη-εξουσία. Την δική της οντολογία ελευθέριας και κοινότητας διαμέσου μορφών και δομών μιας κοινότητας των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών.

Από σήμερα δυνατή μια κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών

Και το ευτύχημα είναι πως σήμερα διαμορφώνονται οι όροι, οι αντικειμενικοί όροι, να μπορούν να υπάρξουν από τα σήμερα κοινότητες ελευθέρων συνεταιρισμένων παραγωγών, δίχως φυσικά να έχει καταλυθεί η παγκόσμια καπιταλιστική εξουσία. Αυτό φυσικά με την σειρά του σε καμιά περίπτωση δεν συνεπάγεται πως δεν διεκδικούμε την κατάλυση της καπιταλιστικής εξουσίας. Το ξανάλεμε η οικονομική εξουσία των ελευθέρων συνεταιρισμένων παραγωγών πρέπει να μεταλλαχτεί σε πολιτική εξουσία του. Για την ακρίβεια σε μια βιοπολιτική ρύθμιση της ζωής στο βαθμό που έχουν το συνολικό έλεγχο της.

 Ούτε φυσικά δεν θα διεκδικούμε πολιτικές και οικονομικές λύσεις προς όφελος των καταπιεσμένων. Που θα φτάνουν στο σημείο κατάκτησης της εξουσίας από αυτούς. Γιατί κακά τα ψέματα: αν τώρα υπάρχουν λειψές δυνατότητες να ενοποιηθεί η μαζική επαναστατική πρωτοπορία με τις τεράστιες και αντιφατικές δυνατότητες της εποχής μας, τότε αυτές οι δυνατότητες δυναμώνουν, ενισχύονται.

Άρα δεν απορρίπτω την πολιτική και οικονομική πάλη των εργαζόμενων, του λαού και των δυνάμεων της αριστεράς. Μα αυτό που θέτω σε προβληματισμό είναι μια επαναστατική οντολογία που από σήμερα θα διαμορφώνει τους όρους και σε ένα βαθμό τις δομές της κοινωνίας των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών. Ναι η απελευθέρωση είναι έργο των ίδιων των εργαζόμενων, μα των εργαζόμενων που αρνούνται να παραμείνουν εργαζόμενοι….

Ιωάννινα 20/3/12
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ


_________________________________________________________________________
Κείμενο 1.

Αγαπητοί Φίλοι,
Διάβασα με τη δέουσα προσοχή το κείμενο, που αναρτήσατε στο διαδίκτυο με τίτλο: ¨Για το υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης στη νέα εποχή¨, καθώς επίσης και την παρουσίασή του στο πρόσφατο Πριν. Αναμφίβολα πρόκειται για εποικοδομητική προσέγγιση και χρήσιμο ως βάση προβληματισμού και δράσης.
Η δική μου παρέμβαση έχει ως στόχο κυρίως να αναδείξει τη σκοπιμότητα επικέντρωσης στο αρχαίο ¨λόγον διδόναι¨, δηλαδή, στη λογοδοσία από όλες τις πλευρές της κενής πορείας μέχρις εδώ και αναζήτησης της ανάδειξης προταγμάτων που αφενός μεν συσπειρώνουν, αλλά και αφήνουν να διαφανεί μια καινούργια ζωή με περιεχόμενο και προοπτική. Δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αγνοήσει κανείς ότι βρισκόμαστε σήμερα σε συνθήκες ολοκληρωτικού καπιταλισμού που διαμορφώνουν κάθε πτυχή της ζωής των πολιτών. Δεν μπορεί να παρακάμψει κανείς το γεγονός ότι και σήμερα η οργανωμένη Αριστερά εμμένει στην πλευρά της διεκδίκησης, χωρίς να προβάλλει πειστικά  μια άλλη μορφή ζωής, με ποιότητα, απελευθέρωση, προοπτική και συνολική ανάταση. Η παράλειψη ή η αδυναμία εκφοράς ενός λόγου απελευθερωτικού και αναβαθμισμένου καθηλώνει, κατά τη γνώμη μου, την Αριστερά στην ψυχολογία του ηττημένου, που όντως αληθεύει, αλλά που επιτέλους είναι καιρός να απαλλαγεί από αυτή. Έχουμε μπροστά στα μάτια μας την εικόνα της ολοκληρωτικής κατεδάφισης της κοινωνικής συνθήκης, τον εξανδραποδισμό όλων των χαρακτηριστικών του κοινωνικού ανθρώπου και τ   ν εγκατάλειψή του στην ατομικότητά του και στο ελλειπτικό εγώ του. Και σεις μιλάτε για συνδικάτο ; να κάνει τι ; Το περιεχόμενο της φράσης  ¨λόγον διδόναι¨ συνίσταται στην ανάληψη από όσο γίνεται μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας της διαδικασίας αυτοκάθαρσης από όλα τα δηλητηριώδη και απαξιωτικά στοιχεία που συγκροτούν τη δημόσια ζωή. Ξεκάθαρα, εθνικοποίηση των τραπεζών, των ΔΕΚΟ, κλπ, κλπ, κλπ, γιατί εμείς προωθούμε την κοινωνικά ωφέλιμη δραστηριότητα, συμβάλλουμε ώστε οι άνθρωποι να ανακτήσουν και να προαγάγουν την κοινωνική τους συνείδηση, γιατί αντιπαθούν και απορρίπτουν τον τρόπο ζωής τους στις καπιταλιστικές σχέσεις.
Πιστεύω πως η διαύγαση αυτής της προοπτικής, μαζί με την ολομέτωπη και επίμονη απαξίωση του σημερινού μοντέλου ζωής, αφ’ ενός μεν θα αφυπνίσει πολλές περισσότερες συνειδήσεις και αφ’ ετέρου θα εξοπλίσει τις πρωτοπορίες με το ηθικό ανάστημα να διεκδικούν ανάκτηση της ίδιας της ζωής στο σύνολό της και για όλους. Τότε απομονώνεις αποτελεσματικά τους καιροσκόπους, τους ωφελιμιστές, τους κενούς και φέρνεις κοντά σου τους απαιτητικούς, τους δημιουργικούς, τους δυνητικά πλήρεις ανθρώπους. Δεν μπορείς να διεκδικείς να παρέμβεις αποτελεσματικά στη κοινωνία για μια άλλη προοπτική και να μην δηλώνεις ξεκάθαρα πως απορρίπτεις μετά βδελυγμίας τον σημερινό δημόσιο λόγο (ΜΜΕ, εγκάθετοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, συμβιβασμένοι πανεπιστημιακοί, απαξιωμένοι πολιτικοί) και να καλείς όλους να εναντιωθούν με κάθε τρόπο σ’ αυτόν τον εκφυλισμό.
Θεωρώ πως έστω και αδρά σκιαγράφησα τις ενστάσεις μου στο προγραμματικό σας κείμενο και επειδή απευθύνομαι σε ενημερωμένους πολίτες σταματώ σ’αυτό το σημείο με την ευχή να δω στη πορεία διεύρυνση της στοχοθεσίας.

Με εκτίμηση
Περικλής Π. Βασιλόπουλος
 Ιατρός – Χειρουργός

Αλέξανδρος Γεωργίου - Χρίστος Τουλιάτος