Η αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα βρίσκει τον καπιταλισμό να μαστίζεται από μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία του, από την οποία αδυνατεί προς το παρόν να βρει διέξοδο, παρά τις φάσεις σαθρής και αναιμικής αντιδραστικής ανάπτυξης. Έτσι, μετά το διπλό σοκ που προκάλεσαν η κατάρρευση των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η ήττα του εργατικού κινήματος στη Δύση και η οριστική σοσιαλφιλελεύθερη-νεοσυντηρητική μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, η κανιβαλική αστική πολιτική που προωθείται για το ξεπέρασμα της κρίσης, από τη μια, και η αφύπνιση του εργατικού-λαϊκού παράγοντα, από την άλλη, θέτουν επί τάπητος, με υλικούς πλέον όρους, το ζήτημα του κομμουνιστικού κόμματος της εποχής μας, του αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου και του αντικαπιταλιστικού μαζικού κινήματος του νέου αιώνα. Καθώς, μάλιστα, αποκαλύπτονται οι επιπτώσεις της μακροχρόνιας έλλειψης μαζικών, επαναστατικών κομμουνιστικών κομμάτων, αντικαπιταλιστικών πολιτικών μετώπων και ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, η ανάγκη κάλυψης αυτού του κενού επανέρχεται διαρκώς και με μεγαλύτερη οξύτητα. Και επανέρχεται σε μια εποχή όπου η εξέλιξη της ταξικής πάλης, οι αντιθέσεις, τα όρια και τα αδιέξοδα της προωθούμενης αστικής στρατηγικής οδηγούν στην ωρίμανση μιας ιστορικών διαστάσεων σύγκρουσης ανάμεσα στις τάσεις καπιταλιστικής καθήλωσης –και μάλιστα καθήλωσης στον πιο βάρβαρο καπιταλισμό που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα– και στις τάσεις και τις δυνατότητες αναχαίτισης και ανατροπής αυτής της πολιτικής, τις τάσεις και τις δυνατότητες αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης, κοινωνικής επανάστασης και κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Σε αυτές τις συνθήκες, το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου προβάλλει ως καθοριστική αναγκαιότητα, ως αποφασιστικός παράγοντας που θα σφραγίσει την έκβαση των εξελίξεων στις κοινωνίες του 21ου αιώνα. Σε αυτή την πρόκληση και ανάγκη επιχειρεί να απαντήσει το παρόν κείμενο, στηριγμένο στην ανάλυση που έγινε στο Πανελλαδικό Σώμα για την κρίση και στις θέσεις που διατυπώθηκαν σε αυτό για τη διαλεκτική ενότητα σκοπών και μέσων, περιεχομένου πολιτικής-προγράμματος και φορέων που την υλοποιούν, για τη σχέση στρατηγικής-τακτικής και για τους φορείς-υποκείμενα που την προωθούν.
Το ΝΑΡ θεωρεί ότι η απάντηση στην πρόκληση αυτή είναι υπόθεση όλου του δυναμικού το οποίο αντιλαμβάνεται τη σημασία της, αναζητά και δρα με κριτήριο έναν σύγχρονο κομμουνιστικό φορέα στρατευμένο στην επαναθεμελίωση του κομμουνισμού στην εποχή μας –με διαφορετικούς ίσως τρόπους και από διαφορετικούς δρόμους– και προσεγγίζει την απαίτηση για έναν υπολογίσιμο πόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και ένα ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα. Με αυτή την έννοια, επιδιώκει η συζήτηση για το Κείμενο Εργασίας να είναι ζωντανή, συντροφική και γόνιμη, με τους συναγωνιστές και συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του διάσπαρτου αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού δυναμικού, των σύγχρονων κομμουνιστικών αναζητήσεων, των πρωτοπόρων αγωνιστών του κινήματος, της ριζοσπαστικής νεολαίας που αντιμετωπίζουν την πρόκληση αυτή με τη βαρύτητα που της αντιστοιχεί. Παράλληλα, επιδιώκει η συζήτηση αυτή να «μετρηθεί» με κοινά βήματα και πρωτοβουλίες που θα προχωρούν έμπρακτα την υπόθεση του επαναστατικού υποκειμένου της εποχής μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου